- προϋπαντώ
- (α) μετ. встречать (гостя и т.д.), оказывать кому-л. приём;
πηγαίνω να προϋπαντώήσω — выходить или ехать встречать (гостя и т. д.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πηγαίνω να προϋπαντώήσω — выходить или ехать встречать (гостя и т. д.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προϋπαντώ — προϋπαντάω / προϋπαντώ (παρατατ. συνήθως ούσα), προϋπάντησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προϋπαντώ — άω ΝΑ, και προαπαντώ Ν [ὑπαντῶ / απαντώ] πηγαίνω να συναντήσω κάποιον που έρχεται, τόν υποδέχομαι (α. «πάμε να τόν προϋπαντήσουμε στον σταθμό» β. «ο Μάιος μάς έφθασε, εμπρός βήμα ταχύ, να τόν προϋπαντήσουμε, παιδιά, στην εξοχή», Άγγ. Βλάχος) … Dictionary of Greek
προϋπαντώ — προϋπάντησα, συναντώ, υποδέχομαι κάποιον: Το μεγάλο ξένο προϋπάντησε ο δήμαρχος στην είσοδο της πόλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπαντώ — ὑπαντῶ, άω, ΝΜΑ, και ὑπαντεύω και ὑπάντομαι και ιων. τ. ὑπαντέω Α έρχομαι για να συναντήσω κάποιον, προϋπαντώ («ὡς ἤκουσεν ὅτι ὁ Ἰησοῡς ἔρχεται, ὑπάντησεν αὐτῷ», ΚΔ) μσν. αρχ. βρίσκω τυχαία, συναντώ αρχ. 1. συναινώ, συμφωνώ σε κάτι 2. αποκρίνομαι … Dictionary of Greek
αντάω — ἀντάω (Α) 1. έρχομαι απέναντι σε κάποιον, συναντώ κάποιον 2. συναντώ κάποιον εχθρικά, έρχομαι σε σύγκρουση 3. φθάνω μέχρι, κατάγομαι από 4. παίρνω μέρος σε κάτι, μετέχω σε κάτι 5. παθαίνω κάτι από κάποιον 6. συντυχαίνω, λαχαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
προαπαντώ — προαπαντῶ, άω, ΝΑ πηγαίνω να συναντήσω ή να υποδεχθώ κάποιον που έρχεται, προϋπαντώ νεοελλ. δίνω απάντηση προτού ερωτηθώ αρχ. 1. πηγαίνω να συναντήσω προηγουμένως 2. προβαίνω σε διαβήματα προκαταβολικά ή σε κατάλληλο χρόνο 3. παρεμβάλλομαι,… … Dictionary of Greek
προπαίρνω — ΝΜ 1. προκαταλαμβάνω κάποιον ενώ μιλάει, απαντώ προτού ολοκληρώσει τη σκέψη του 2. προϋπαντώ («και δεν προβάλλ η λυγερή νά ρτει να με προπάρει», δημοτ. τραγούδι) 3. προλαβαίνω, κάνω κάτι πριν από οτιδήποτε άλλο μσν. επιτιμώ, αποπαίρνω κάποιον … Dictionary of Greek
προσυναπάντησις — ήσεως, ἡ, Α ρητορικό σχήμα κατά το οποίο, ενώ προηγούνται δύο ονόματα, τα επίθετά τους, που ακολουθούν, εναλλάσσουν θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + συναπάντησις (< συναπαντῶ «προϋπαντώ, συναντώ τυχαία»)] … Dictionary of Greek
προϋπάντηση — η / προϋπάντησις, ήσεως, ΝΜ [προϋπαντῶ] μετάβαση για συνάντηση κάποιου που έρχεται, υποδοχή κάποιου … Dictionary of Greek
προϋπαντιάζω — Α [ὑπαντιάζω] προϋπαντώ … Dictionary of Greek